ᾠοειδής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ooeidis
|Transliteration C=ooeidis
|Beta Code=w)&#x007C;oeidh/s
|Beta Code=w)&#x007C;oeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[egg-shaped]], [[ovoid]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>539b12</span>, <span class="bibl">555b24</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>733a31</span>, <span class="bibl">Eudox.<span class="title">Ars</span>19.14</span>; cf. [[ᾠώδης]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ᾠ</b>., = [[τὸ ὑδατοειδές]], the [[aqueous humour]] of the eye, Gal.19.358, <span class="bibl">Aët.7.1</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[egg-shaped]], [[ovoid]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>539b12</span>, <span class="bibl">555b24</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>733a31</span>, <span class="bibl">Eudox.<span class="title">Ars</span>19.14</span>; cf. [[ᾠώδης]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ᾠ</b>., = [[τὸ ὑδατοειδές]], the [[aqueous humour]] of the eye, Gal.19.358, <span class="bibl">Aët.7.1</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:30, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοειδής Medium diacritics: ᾠοειδής Low diacritics: ωοειδής Capitals: ΩΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōioeidḗs Transliteration B: ōoeidēs Transliteration C: ooeidis Beta Code: w)|oeidh/s

English (LSJ)

ές,    A egg-shaped, ovoid, Arist.HA539b12, 555b24, GA733a31, Eudox.Ars19.14; cf. ᾠώδης.    II τὸ ᾠ., = τὸ ὑδατοειδές, the aqueous humour of the eye, Gal.19.358, Aët.7.1.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοειδής: -ές, γεν. έος, ὅμοιος ᾠῷ, ἔχων τὸ σχῆμα ᾠοῦ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 9.. 5. 28, 2, περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 22, κ. ἀλλ· πρβλ. ᾠώδης. ΙΙ. τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ ὑδατῶδες ὑγρόν, Γαλην. 19. 358, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. σ. 152· καὶ αὐτόθι Greenhill.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à un œuf, ovale ; τὸ ᾠοειδές PLUT humeur ou sécrétion humide des yeux.
Étymologie: ᾠόν, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές / ᾠοειδής, -ές, ΝΜΑ
όμοιος με ωό, αυτός που έχει το σχήμα αβγού (α. «ωοειδές πρόσωπο» β. «σκώληκες ᾠοειδεῑς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «ωοειδής βόθρος» β. «ωοειδές τρήμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ωοειδής
μαθημ. είδος καμπύλης (α. «ωοειδής του Καρτεσίου» β. «ωοειδής του Κασίνι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το ωοειδές
(πετρογρ.) ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες υγρό του ματιού.
επίρρ...
ωοειδώς Ν
με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

ᾠοειδής: яйцевидный, овальный (σκώληκες Arst.; σχῆμα Plut.).