πεδαωριστής: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "''111''" to "''III''") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pedaoristis | |Transliteration C=pedaoristis | ||
|Beta Code=pedawristh/s | |Beta Code=pedawristh/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for [[ἵππος]] [[φρυαγματίας]], [[μετεωριστής]], Hsch. (fort. [[πεδαοριστής]]). [[πεδεινός]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[πεδιεινός]]. [[πεδέπω]], Aeol. = [[μεθέπω]] (q.v.). [[πεδέρχομαι]], v. [[μετέρχομαι]] '' | |Definition=οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for [[ἵππος]] [[φρυαγματίας]], [[μετεωριστής]], Hsch. (fort. [[πεδαοριστής]]). [[πεδεινός]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[πεδιεινός]]. [[πεδέπω]], Aeol. = [[μεθέπω]] (q.v.). [[πεδέρχομαι]], v. [[μετέρχομαι]] ''III'', IV. <span class="bibl">5</span> : aor. imper. [[πέδελθε]], = [[ἱκέτευσον]], Id. ; subj. [[πεδέλθῃ]], = [[ἱκετεύῃ]], Id. (prob.). [[πέδευρα]]· [[ὕστερα]] (Lacon.), Id., and [[πέδευρον]]· [[ὕστερον]], [[πάλιν]], [[ὀπίσω]] (Lacon.), Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:17, 29 December 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεωριστής, Hsch. (fort. πεδαοριστής). πεδεινός, A v. πεδιεινός. πεδέπω, Aeol. = μεθέπω (q.v.). πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι III, IV. 5 : aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id. ; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). πέδευρα· ὕστερα (Lacon.), Id., and πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω (Lacon.), Id.
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πεδᾱωριστής: -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μετεωριστής, Ἡσύχ. (ἔνθα πεδαοριστής : «πεδαοριστής· ἵππος φρυ(α)γματίας καὶ μετεωριστής»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.
Greek Monolingual
και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. του μετεωριστής με αντικατάσταση του μετά από πεδά].