φρυαγματίας
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A hot-tempered, of a horse, Hsch. s.v. πεδαωριστής.
II metaph. as adjective, arrogant, wanton, βίος Plu. Ant.2.
German (Pape)
[Seite 1310] ὁ, ein schnaubendes, unbändiges, mutiges Roß; – übertr., ein übermütiger Mensch; übh. als adj. wild, stolz, βίος, καὶ κομπώδης, Plut. Ant. 2.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
orgueilleux, arrogant ; fougueux (cheval).
Étymologie: φρύαγμα.
Russian (Dvoretsky)
φρυαγμᾰτίας: ου adj. m полный надменного презрения (βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φρυαγμᾰτίας: -ου, ὁ, ἀδάμαστος καὶ ἀτίθασος καὶ ὑπερήφανος ἵππος, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., ὡς ἐπίθετ., ἀλαζονικός, αὐθάδης, βίος Πλουτ. Ἀντών. 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ατίθασο άλογο
2. ως επίθ. μτφ. αυθάδης, αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα, -άγματος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματίας)].
Greek Monotonic
φρυαγματίας: -ου, ὁ, ατίθασο άλογο· μεταφ. ως επίθ., αλαζόνας, ακόλαστος, σε Πλούτ.