γαλακτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   " to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=galaktoeidis
|Transliteration C=galaktoeidis
|Beta Code=galaktoeidh/s
|Beta Code=galaktoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like milk, milk-white</b>, χρῶμα <span class="title">Placit.</span>3.1.4.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">like milk, milk-white</b>, χρῶμα <span class="title">Placit.</span>3.1.4.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:45, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοειδής Medium diacritics: γαλακτοειδής Low diacritics: γαλακτοειδής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: galaktoeidḗs Transliteration B: galaktoeidēs Transliteration C: galaktoeidis Beta Code: galaktoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like milk, milk-white, χρῶμα Placit.3.1.4.

German (Pape)

[Seite 471] ές, milchartig, Plut. plac. phil. 3, 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοειδής: -ές, ὅμοιος γάλακτι, ὡς γάλα λευκός, Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. γαλακτώδης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à du lait.
Étymologie: γάλα, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
semejante a la leche τὰ καταμήνια Arist.HA 634b19, χρῶμα Plu.2.892e.

Greek Monolingual

-ές (Α γαλακτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα με το γάλα, ο γαλακτώδης
νεοελλ.
εκείνος που μοιάζει στη σύσταση με το γάλα.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοειδής: белый как молоко (τὰ λευκά Arst.; χρῶμα Plut.).