άδηλος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄδηλος]] -ον)<br /><b>1.</b> ο μη [[δήλος]], μη [[φανερός]], [[άγνωστος]], [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>2.</b> ο αγνώστου προελεύσεως, [[ανεξιχνίαστος]], [[μυστηριώδης]], [[κρυφός]], [[μυστικός]]<br /><b>3.</b> (φρ. «άδηλα και [[κρύφια]]», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαρατήρητος]], [[αόρατος]], [[άγνωστος]], [[άσημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄδηλοι θάνατοι», φόνοι που προκλήθηκαν από άγνωστο [[χέρι]] «ἄδηλόν ἐστι εἰ... ὅτι...», [[είναι]] αμφίβολο αν..., αβέβαιο ότι...<br />«εἰς τά ἄδηλα», σε αντίθ. [[προς]] τη φρ. «ἐν τῷ φανερῷ»<br />«ἐπ' ἀδήλοις», στην [[τύχη]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀδήλως</i><br />[[κρυφά]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄδηλος]] -ον)<br /><b>1.</b> ο μη [[δήλος]], μη [[φανερός]], [[άγνωστος]], [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>2.</b> ο αγνώστου προελεύσεως, [[ανεξιχνίαστος]], [[μυστηριώδης]], [[κρυφός]], [[μυστικός]]<br /><b>3.</b> (φρ. «άδηλα και [[κρύφια]]», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απαρατήρητος]], [[αόρατος]], [[άγνωστος]], [[άσημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄδηλοι θάνατοι», φόνοι που προκλήθηκαν από άγνωστο [[χέρι]] «ἄδηλόν ἐστι εἰ... ὅτι...», [[είναι]] αμφίβολο αν..., αβέβαιο ότι...<br />«εἰς τά ἄδηλα», σε αντίθ. [[προς]] τη φρ. «ἐν τῷ φανερῷ»<br />«ἐπ' ἀδήλοις», στην [[τύχη]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀδήλως</i><br />[[κρυφά]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δῆλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδηλία]], [[ἀδηλότης]], <i>ἀδηλῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδηλόφλεβος]] <b>μσν.</b> [[ἀδηλοποιός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδηλος -ον)
1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος
2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός
3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8)
αρχ.
1. απαρατήρητος, αόρατος, άγνωστος, άσημος
2. φρ. «ἄδηλοι θάνατοι», φόνοι που προκλήθηκαν από άγνωστο χέρι «ἄδηλόν ἐστι εἰ... ὅτι...», είναι αμφίβολο αν..., αβέβαιο ότι...
«εἰς τά ἄδηλα», σε αντίθ. προς τη φρ. «ἐν τῷ φανερῷ»
«ἐπ' ἀδήλοις», στην τύχη
3. επίρρ. ἀδήλως
κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δῆλος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδηλία, ἀδηλότης, ἀδηλῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀδηλόφλεβος μσν. ἀδηλοποιός.