άλων: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅλων]] (-ωνος), η (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) [[ἅλως]] [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. το «[[αλώνι]]» του φεγγαριού (<b>βλ.</b> [[άλως]]).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἅλων]] (-ωνος), η (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) [[ἅλως]] [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. το «[[αλώνι]]» του φεγγαριού (<b>βλ.</b> [[άλως]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική <i>ἅλωνος</i> του αττικόκλιτου ουσ. [[ἅλως]], ο (<b>βλ.</b> και [[αλωή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλώνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλωνοφύλαξ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἅλων (-ωνος), η (Α)
1. (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) ἅλως αλώνι
2. (στον πληθ. το «αλώνι» του φεγγαριού (βλ. άλως).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική ἅλωνος του αττικόκλιτου ουσ. ἅλως, ο (βλ. και αλωή).
ΠΑΡ. ἁλώνιον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοφύλακας
αρχ.
ἁλωνοφύλαξ].