αβρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁβρόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μέσα]] στην [[πολυτέλεια]], την [[άνεση]], [[αβροδίαιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἁβρόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μέσα]] στην [[πολυτέλεια]], την [[άνεση]], [[αβροδίαιτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁβρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἁβρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέσα στην πολυτέλεια, την άνεση, αβροδίαιτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + βίος.