αμιλλώμαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)<br />[[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να ξεπεράσω κάποιον, να [[φανώ]] ή να γίνω [[ανώτερος]] από αυτόν [[διαγωνίζομαι]], [[συναγωνίζομαι]], [[ανταγωνίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[εφάμιλλος]], [[ισάξιος]] με κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου για να πετύχω [[κάτι]], [[πασχίζω]], [[μοχθώ]]<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] άμιλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμιλλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁμίλλημα]], [[ἁμιλλητήρ]], [[ἁμιλλητικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁμιλλητήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>ἀνθαμιλλῶμαι</i>, <i>διαμιλλῶμαι</i>, <i>συναμιλλῶμαι</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἐναμιλλῶμαι</i>, <i>ἐξαμιλλῶμαι</i>, <i>παραμιλλῶμαι</i>, <i>προσαμιλλῶμαι</i>].
|mltxt=(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)<br />[[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να ξεπεράσω κάποιον, να [[φανώ]] ή να γίνω [[ανώτερος]] από αυτόν [[διαγωνίζομαι]], [[συναγωνίζομαι]], [[ανταγωνίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[εφάμιλλος]], [[ισάξιος]] με κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου για να πετύχω [[κάτι]], [[πασχίζω]], [[μοχθώ]]<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] άμιλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμιλλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁμίλλημα]], [[ἁμιλλητήρ]], [[ἁμιλλητικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁμιλλητήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>ἀνθαμιλλῶμαι</i>, <i>διαμιλλῶμαι</i>, <i>συναμιλλῶμαι</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἐναμιλλῶμαι</i>, <i>ἐξαμιλλῶμαι</i>, <i>παραμιλλῶμαι</i>, <i>προσαμιλλῶμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)
αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι
νεοελλ.
είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι, πασχίζω, μοχθώ
2. γίνομαι αντικείμενο άμιλλας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμιλλα.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμίλλημα, ἁμιλλητήρ, ἁμιλλητικός
αρχ.-μσν.
ἁμιλλητήριος.
ΣΥΝΘ. ἀνθαμιλλῶμαι, διαμιλλῶμαι, συναμιλλῶμαι
αρχ.
ἐναμιλλῶμαι, ἐξαμιλλῶμαι, παραμιλλῶμαι, προσαμιλλῶμαι].