αμφίδρομος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίδρομος]], -ον)<br />αυτός που τρέχει ή [[απλώς]] κινείται [[προς]] κάποια [[κατεύθυνση]] και γυρίζει [[πάλι]] [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε συνεχή [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά<br /><b>3.</b> (για πορθμούς) αυτός που έχει [[λιμάνι]] και στις δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]].<br />ο <b>Ζωολ.</b><br />[[γένος]] χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός [[είναι]] ο [[τρόπος]] με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα [[φύλλο]] σε [[σωλήνα]], κλείνει το ένα [[άκρο]] με [[βλέννα]] και τοποθετεί τα αβγά του στον κύλινδρο που δημιουργείται.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίδρομος]], -ον)<br />αυτός που τρέχει ή [[απλώς]] κινείται [[προς]] κάποια [[κατεύθυνση]] και γυρίζει [[πάλι]] [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε συνεχή [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά<br /><b>3.</b> (για πορθμούς) αυτός που έχει [[λιμάνι]] και στις δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]].<br />ο <b>Ζωολ.</b><br />[[γένος]] χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός [[είναι]] ο [[τρόπος]] με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα [[φύλλο]] σε [[σωλήνα]], κλείνει το ένα [[άκρο]] με [[βλέννα]] και τοποθετεί τα αβγά του στον κύλινδρο που δημιουργείται.
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίδρομος, -ον)
αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια
2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά
3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -δρομος < δρόμος.
ο Ζωολ.
γένος χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα φύλλο σε σωλήνα, κλείνει το ένα άκρο με βλέννα και τοποθετεί τα αβγά του στον κύλινδρο που δημιουργείται.