αμφίστομος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο στόμια<br /><b>μσν.</b><br />(για [[μαχαίρι]] ή [[σπαθί]]) [[δίστομος]], [[δίκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως στρατ. όρος) λέγεται για [[παράταξη]] στρατιωτών με [[μέτωπο]] [[εμπρός]] και [[πίσω]]<br /><b>2.</b> (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες<br />«θυρίδες ἀμφίστομοι», για τις κηρήθρες<br />«λαβαὶ ἀμφίστομοι», για τα αγγεία που έχουν λαβές και από τις δύο πλευρές του στομίου<br />«[[ὄρυγμα]] ἀμφίστομον», υπόγεια [[σήραγγα]], [[τούνελ]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο στόμια<br /><b>μσν.</b><br />(για [[μαχαίρι]] ή [[σπαθί]]) [[δίστομος]], [[δίκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως στρατ. όρος) λέγεται για [[παράταξη]] στρατιωτών με [[μέτωπο]] [[εμπρός]] και [[πίσω]]<br /><b>2.</b> (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες<br />«θυρίδες ἀμφίστομοι», για τις κηρήθρες<br />«λαβαὶ ἀμφίστομοι», για τα αγγεία που έχουν λαβές και από τις δύο πλευρές του στομίου<br />«[[ὄρυγμα]] ἀμφίστομον», υπόγεια [[σήραγγα]], [[τούνελ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίστομος, -ον)
αυτός που έχει δύο στόμια
μσν.
(για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος
αρχ.
1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω
2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες
«θυρίδες ἀμφίστομοι», για τις κηρήθρες
«λαβαὶ ἀμφίστομοι», για τα αγγεία που έχουν λαβές και από τις δύο πλευρές του στομίου
«ὄρυγμα ἀμφίστομον», υπόγεια σήραγγα, τούνελ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφι- + -στομος < στόμα.