αμφιμάσχαλος: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιμάσχαλος]], -ον (Α)<br />λέγεται για τον χιτώνα ο [[οποίος]] έχει δύο χειρίδες και ο [[οποίος]] αντιδιαστέλλεται [[προς]] την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφιμάσχαλος]], -ον (Α)<br />λέγεται για τον χιτώνα ο [[οποίος]] έχει δύο χειρίδες και ο [[οποίος]] αντιδιαστέλλεται [[προς]] την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μασχάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμφιμασχάλια]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:40, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφιμάσχαλος, -ον (Α)
λέγεται για τον χιτώνα ο οποίος έχει δύο χειρίδες και ο οποίος αντιδιαστέλλεται προς την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μασχάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιμασχάλια].