ἐξαιρέσιμος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Übereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:50, 29 December 2020
English (LSJ)
ον, (ἐξαιρέω) A that can be taken out, ἡμέραι ἐ. days taken out of the calendar, Arist.Oec.1351b15, cf. Cic.Verr.2.2.52.129.
German (Pape)
[Seite 863] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Übereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιρέσιμος: -ον, (ἐξαιρέω) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ὅπως ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε ἐμβόλιμος.
Spanish (DGE)
-ον
que se quita, extrae o suprime ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído» Gem.8.56, cf. 55, Arist.Oec.1351b15, Cic.2Verr.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐξαιρέσιμος, -ον) εξαιρώ
αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος»)
2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» — μη εργάσιμη, αργία
αρχ.
φρ. «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το ημερολόγιο για να υπάρχει συμφωνία μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαιρέσιμος: подлежащий устранению: ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι Arst. избыточные дни (которые исключались для приведения лунного года в соответствие с солнечным).