ἰχνηλάτης: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. [[ἰχνελάτης]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. [[ἰχνελάτης]]. Übertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:55, 29 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A tracker, [[[ἀληθείας]]] Plu.2.762b:—poet. ἰχνελάτης AP6.183 (Zos.), APl.4.289.
German (Pape)
[Seite 1277] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. ἰχνελάτης. Übertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἰχνηλατῶν, ὁ κατ’ ἴχνη ἀναζητῶν, ἀληθείας Πλούτ. 2. 762Β· - ποιητ. ἰχνελάτης Ἀνθ. Π. 6. 183, Πλαν. 289.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui suit à la piste.
Étymologie: ἴχνος, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰχνηλάτης και ποιητ. τ. ἰχνελάτης)
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, ιχνευτής, ανιχνευτής (α. «ἰχνηλάτης ἀληθείας», Πλούτ.
β. «ιχνηλάτης σκύλος» — ο κυνηγετικός σκύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ποδ-ηλάτης, χρυσ-ηλάτης].
Russian (Dvoretsky)
ἰχνηλάτης: ου ὁ Plut. = ἰχνελάτης.