κάρηνον: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karinon | |Transliteration C=karinon | ||
|Beta Code=ka/rhnon | |Beta Code=ka/rhnon | ||
|Definition=[ᾰ], τό, Dor. κάρᾱνον <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>396</span> (lyr.), <span class="bibl">Mosch.1.12</span> (Ion. <span class="sense"> | |Definition=[ᾰ], τό, Dor. κάρᾱνον <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>396</span> (lyr.), <span class="bibl">Mosch.1.12</span> (Ion. <span class="sense"><span class="bld">A</span> κάρηνον <span class="bibl">2.87</span>); in derivs. the ᾱ prevails: (v. [[κάρα]] A):—[[head]], mostly in pl. (as always in Hom.), <b class="b3">ἀνδρῶν κάρηνα</b>, periphr. for [[ἄνδρες]], <span class="bibl">Il.11.500</span>; <b class="b3">νεκύων ἀμενηνὰ κ</b>. <span class="bibl">Od.10.521</span>, etc.; <b class="b3">βοῶν ἴφθιμα κ</b>. <span class="bibl">Il.23.260</span>; <b class="b3">ἵππων ξανθὰ κ</b>. <span class="bibl">9.407</span>: metaph., of mountain [[peaks]], <b class="b3">Οὐλύμποιο κ</b>. <span class="bibl">1.44</span>, etc.; of towns, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα <span class="bibl">2.117</span>, <span class="bibl">9.24</span>; <b class="b3">Μυκάλης αἰπεινὰ κ</b>. <span class="bibl">2.869</span>: in pl., of a single person, κάρηνα… Μελανίππου σπάσας <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>537</span>: sg. in <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>8.12</span>, <span class="bibl">28.8</span>, Mosch.ll. cc., <span class="bibl">Coluth.264</span>, <span class="title">Anacreont.</span> 1.11.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 30 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dor. κάρᾱνον A.Ch.396 (lyr.), Mosch.1.12 (Ion. A κάρηνον 2.87); in derivs. the ᾱ prevails: (v. κάρα A):—head, mostly in pl. (as always in Hom.), ἀνδρῶν κάρηνα, periphr. for ἄνδρες, Il.11.500; νεκύων ἀμενηνὰ κ. Od.10.521, etc.; βοῶν ἴφθιμα κ. Il.23.260; ἵππων ξανθὰ κ. 9.407: metaph., of mountain peaks, Οὐλύμποιο κ. 1.44, etc.; of towns, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα 2.117, 9.24; Μυκάλης αἰπεινὰ κ. 2.869: in pl., of a single person, κάρηνα… Μελανίππου σπάσας E.Fr.537: sg. in h.Hom.8.12, 28.8, Mosch.ll. cc., Coluth.264, Anacreont. 1.11.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, der Kopf, = κάρη, im sing. H. h. 8, 12. 28, 8, sonst im plur.; κάρηνα Τρώων, die Troer, Il. 11, 158; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od. 10, 521; ἵππων ξανθὰ κάρηνα Il. 9, 407; βοῶν ἴφθιμα κάρ. 23, 260. Auch vom Gipfel des Berges, Οὐλύμποιο καρήνων Il. 1, 44, Μυκάλης αἰπεινὰ κάρ. 2, 869, ὀρέων 20, 58; πολίων 2, 117; sp. D., wie Anacr. 1, 11. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. tête;
II. p. anal.
1 cime d’une montagne;
2 point culminant d’une ville, citadelle, tour.
Étymologie: κάρη.
English (Autenrieth)
(κάρη): only pl., heads, also summits (ὀρέων), and of towers, battlements, Il. 2.117.
Greek Monolingual
κάρηνον και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α)
1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» — κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ' Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.)
3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα μέσω ενός αμάρτ. τ. κάρασνον].
Greek Monotonic
κάρηνον: τό, Δωρ. κάρᾱνον (κάρη)·
1. κεφάλι, κυρίως στον πληθ. ἀνδρῶν κάρηνα, περιφρ. αντί ἄνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· νεκύων κ. αντί νέκυες, σε Ομήρ. Οδ.· βοῶν κ., όπως λέμε, τόσα κεφάλια βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ. λέγεται για βουνοκορφές, Οὐλύμποιο κ., στο ίδ.· λέγεται και σε πόλεις, ακρόπολη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κάρηνον: дор. κάρᾱνον (κᾰ) τό преимущ. pl.
1) голова (κάρανα δαΐζειν Aesch.): (описательно) κάρηνα Τρώων Hom. = Τρῶες; ἵππων κάρηνα Hom. = ἵπποι; νεκύων κάρηνα Hom. = νέκυες;
2) вершина, высота (Οὐλύμποιο, πολίων Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρηνον -ου, τό, Dor. κάρανον [κάρα] hoofd, meestal plur.; spec. ter omschrijving van persoon:; πίπτε κάρηνα Τρώων φευγόντων de Trojanen vielen op hun vlucht Il. 11.157; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα de krachteloze doden Od. 10.521; overdr. hoogste punt, top:. κατ ’ Οὐλύμποιο καρήνων van de toppen van de Olympus af Il. 1.44; πολλάων πολίων κατέλυε κάρηνα van vele steden heeft hij de citadel verwoest Il. 2.117.
Middle Liddell
κάρηνον, ου, τό, κάρη
1. the head, mostly in pl., ἀνδρῶν κάρηνα, periphr. for ἄνδρες, Il.; νεκύων κ., for νέκυες, Od.; βοῶν κ., as we say, so many head of cattle, Il.
2. metaph. of mountain- peaks, Οὐλύμποιο κ. Il.; and of towns, a citadel, Il.