καρταίπους: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → copulation, sexual intercourse, intercourse for the purpose of bearing children

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kartaipous
|Transliteration C=kartaipous
|Beta Code=kartai/pous
|Beta Code=kartai/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κραταίπους]] (q. v.), <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 13.81</span>: neut. pl., καρταίποδα, τά, [[larger cattle]], [[beasts]], Leg.Gort.4.36, al.: sg., καρταῖπος, τό, <span class="title">GDI</span>4998i 17 (Gortyn), al.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κραταίπους]] (q. v.), <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 13.81</span>: neut. pl., καρταίποδα, τά, [[larger cattle]], [[beasts]], Leg.Gort.4.36, al.: sg., καρταῖπος, τό, <span class="title">GDI</span>4998i 17 (Gortyn), al.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:45, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρταίπους Medium diacritics: καρταίπους Low diacritics: καρταίπους Capitals: ΚΑΡΤΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kartaípous Transliteration B: kartaipous Transliteration C: kartaipous Beta Code: kartai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A = κραταίπους (q. v.), Pi.O. 13.81: neut. pl., καρταίποδα, τά, larger cattle, beasts, Leg.Gort.4.36, al.: sg., καρταῖπος, τό, GDI4998i 17 (Gortyn), al.

German (Pape)

[Seite 1330] ποδος, = κραταίπους, so nennt Pind. Ol. 13, 81 den Stier.

Greek (Liddell-Scott)

καρταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. ποδος, = κραταίπους (ὃ ἴδε), Πίνδ. Ο. 13. 81.

English (Slater)

καρταίπους
   1 strong-footed one i. e. bull. (v. W. Schulze. Kl. Schr. 405.) ὅταν δ' εὐρυσθενεῖ καρταίποδ ἀναρύῃ Γαιαόχῳ (byz.: κραται- codd.) (O. 13.81)

Greek Monolingual

καρταίπους, -ουν (Α)
κραταίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί- + -πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό-πους, ελαφό-πους
το α' συνθετικό καρταί- είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. -κάρτος (κράτος) ως α' συνθετικό, κατά τα παλαί-, χαμαί- (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι-λέων)].

Russian (Dvoretsky)

καρταίπους: ποδος adj. с мощными ногами (sc. ταῦρος Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρταίπους -πουν, gen. -ποδος [κράτος, πούς] met stevige poten.