κωματώδης: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komatodis
|Transliteration C=komatodis
|Beta Code=kwmatw/dhs
|Beta Code=kwmatw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lethargic]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>. [[β]], <span class="bibl">3.6</span>.</span>
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lethargic]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>. [[β]], <span class="bibl">3.6</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμᾰτώδης Medium diacritics: κωματώδης Low diacritics: κωματώδης Capitals: ΚΩΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kōmatṓdēs Transliteration B: kōmatōdēs Transliteration C: komatodis Beta Code: kwmatw/dhs

English (LSJ)

ες, A lethargic, Hp.Epid.1.26. β, 3.6.

German (Pape)

[Seite 1544] ες, in tiefem Schlafe, von Schlafsucht befallen, ein Kranker, der immer die Augen schließt, ohne wirklich zu schlafen, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κωματώδης: -ες, (εἶδος) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, νυσταλέος ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) ὅμοιος πρὸς κῶμα, ληθαργικός, ὕπνοι αὐτόθι 970· ἴδε Foës Oec.

Greek Monolingual

-ες (Α κωματώδης, -ῶδες) κώμα
αυτός που κατέχεται από κώμα, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση κώματος
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στο κώμα ή χαρακτηρίζεται από κώμακωματώδης κατάσταση»)
αρχ.
ληθαργικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωματώδης -ες [κῶμα] in comateuze staat.