λοιμικός: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loimikos | |Transliteration C=loimikos | ||
|Beta Code=loimiko/s | |Beta Code=loimiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pestilential]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>1</span>, <span class="bibl">Plb.1.19.1</span>, <span class="bibl">Ph.2.102</span>, Longin.44.9, etc.; <b class="b3">λ.περίστασις, διάθεσις</b>, <span class="title">SIG</span>731.7 (Tomi, i B. C.), <span class="title">IG</span>12(1).1032.7 (Carpathus); <b class="b3">λ. διήγησις</b> [[about pestilence]], Gal.17(2).168. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[destructive]], λ. τοξεύματα Lyc. 1205.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A pestilential, Hp.Ep.1, Plb.1.19.1, Ph.2.102, Longin.44.9, etc.; λ.περίστασις, διάθεσις, SIG731.7 (Tomi, i B. C.), IG12(1).1032.7 (Carpathus); λ. διήγησις about pestilence, Gal.17(2).168. Adv. -κῶς S.E.M.9.79. 2 destructive, λ. τοξεύματα Lyc. 1205.
Greek (Liddell-Scott)
λοιμικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν λοιμόν, λοιμώδης Ἱππ. 1271. 2, Πολύβ. 1. 19, 1, κτλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καταστρεπτικός, φθοροποιός, τοξεύματα Λυκόφρ. 1205.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λοιμικός, -ή, -όν) λοιμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ' αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό
θανατηφόρα επιδημική νόσος
μσν.-αρχ.
καταστρεπτικός, ολέθριος («λοιμικὰ τοξεύματα», Λυκόφρ.).
επίρρ...
λοιμικῶς (Α)
σε κατάσταση λοιμού.
Russian (Dvoretsky)
λοιμικός: чумный, тлетворный, пагубный (κατάστασις Polyb.; πάθη Plut.).