μαγάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=magas
|Transliteration C=magas
|Beta Code=maga/s
|Beta Code=maga/s
|Definition=άδος, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bridge of the cithara]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>1.8</span>, <span class="bibl">2.16</span>, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VS</span>1.7.1</span>, <span class="bibl">1.21.3</span>, Hsch.</span>
|Definition=άδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bridge of the cithara]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>1.8</span>, <span class="bibl">2.16</span>, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VS</span>1.7.1</span>, <span class="bibl">1.21.3</span>, Hsch.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγάς Medium diacritics: μαγάς Low diacritics: μαγάς Capitals: ΜΑΓΑΣ
Transliteration A: magás Transliteration B: magas Transliteration C: magas Beta Code: maga/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A bridge of the cithara, Ptol.Harm.1.8, 2.16, Philostr. VS1.7.1, 1.21.3, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγάς: -άδος, ἡ, ἡ γέφυρα ἢ καβάλη τῆς κιθάρας ἢ λύρας ἡ τὰς χορδὰς ὑποβαστάζουσα, Λατ. pons (πρβλ. ὑπολύριος), Φιλόστρ. 487, 516, Γρηγ. Ναζ. 1. 553, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ., πρβλ. μαγάδιον.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
chevalet de la cithare.
Étymologie: DELG μάγαδις.

Greek Monolingual

μαγάς, -άδος, ἡ(Α)
ξύλινο εξάρτημα της κιθάρας ή της λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, γέφυρα, καβαλάρης («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, καθάπερ ἐν τοῑς ὀργάνοις ἡ μαγάς», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μάγαδις].

Greek Monotonic

μᾰγάς: -άδος[ᾰ], ἡ, καβαλάρης (εξάρτημα που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. pons.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγάς: άδος (ᾰδ) ἡ = μαγάδιον.

Middle Liddell


the bridge of the cithara, Lat. pons.