μελίθροος: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melithroos | |Transliteration C=melithroos | ||
|Beta Code=meli/qroos | |Beta Code=meli/qroos | ||
|Definition=ον, contr. μελίθρους, ουν, <span class="sense"> | |Definition=ον, contr. μελίθρους, ουν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sweet-voiced]], [[κύκνος]] ib.5.124 (Bass.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, contr. μελίθρους, ουν, A sweet-voiced, κύκνος ib.5.124 (Bass.).
German (Pape)
[Seite 123] zsgzgn -θρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).
Greek (Liddell-Scott)
μελίθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ ἡδέως ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.
Greek Monolingual
μελίθροος, -ον και μελίθρους, -ουν (Α)
αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ-θροος, οιωνό-θροος].
Russian (Dvoretsky)
μελίθροος: стяж. μελίθρους 2 сладкогласный (κύκνος Anth.).