οἰνοπληθής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinoplithis | |Transliteration C=oinoplithis | ||
|Beta Code=oi)noplhqh/s | |Beta Code=oi)noplhqh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[abounding in wine]], Συρίη <span class="bibl">Od.15.406</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:10, 30 December 2020
English (LSJ)
ές, A abounding in wine, Συρίη Od.15.406.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοπληθής: -ές, πλήρης οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον οἶνον, Συρίη Ὀδ. Ο. 406.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
abondant en vin.
Étymologie: οἶνος, πλῆθος.
English (Autenrieth)
abounding in wine, Od. 15.406†.
Greek Monolingual
οἰνοπληθής, -ές (ΑΜ)
(για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο-πληθής].
Greek Monotonic
οἰνοπληθής: -ές (πλήθω), άφθονος σε κρασί, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοπληθής: изобилующий вином (Συρίη Hom.).