μονόξυλος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoksylos
|Transliteration C=monoksylos
|Beta Code=mono/culos
|Beta Code=mono/culos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[made from a solid trunk]], [[πλοῖα]] [[canoes]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.11</span>; [[μονόξυλα]] (sc. [[πλοῖα]]) Hp.Aër.15, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>533b11</span>, <span class="bibl">Str.3.2.3</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>956a</span>; τροχιλίαι Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.8.9</span>; [[in one block]], φοῖνιξ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>603.20</span> (ii A.D.); μ.τράπεζαι <span class="bibl">Str.17.3.4</span>: Subst. <b class="b3">μονόξυλον, τό</b>, [[single block]] or <b class="b2">trunk, PMag. Par</b>.<span class="bibl">1.2386</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[made from a solid trunk]], [[πλοῖα]] [[canoes]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.11</span>; [[μονόξυλα]] (sc. [[πλοῖα]]) Hp.Aër.15, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>533b11</span>, <span class="bibl">Str.3.2.3</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>956a</span>; τροχιλίαι Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.8.9</span>; [[in one block]], φοῖνιξ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>603.20</span> (ii A.D.); μ.τράπεζαι <span class="bibl">Str.17.3.4</span>: Subst. <b class="b3">μονόξυλον, τό</b>, [[single block]] or <b class="b2">trunk, PMag. Par</b>.<span class="bibl">1.2386</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόξῠλος Medium diacritics: μονόξυλος Low diacritics: μονόξυλος Capitals: ΜΟΝΟΞΥΛΟΣ
Transliteration A: monóxylos Transliteration B: monoxylos Transliteration C: monoksylos Beta Code: mono/culos

English (LSJ)

ον, A made from a solid trunk, πλοῖα canoes, X.An.5.4.11; μονόξυλα (sc. πλοῖα) Hp.Aër.15, Arist.HA533b11, Str.3.2.3, cf. Pl.Lg.956a; τροχιλίαι Heliod. ap. Orib.49.8.9; in one block, φοῖνιξ BGU603.20 (ii A.D.); μ.τράπεζαι Str.17.3.4: Subst. μονόξυλον, τό, single block or trunk, PMag. Par.1.2386.

German (Pape)

[Seite 204] nur aus Holz gemacht, aus bloßem Holze gemacht; Plat. Legg. XII, 958 a; πλοῖα, Xen. An. 5, 4, 11; Arr. An. 1, 3, 7, aus einem Holz od. Stamm gemacht; auch τὸ μονόξυλον allein, Pol. 3, 42, 2; τράπεζαι, Strab. XVII, 826; πύλη, Luc. V. H. 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μονόξῠλος: -ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνον ξύλου, ἐξ ἑνὸς κορμοῦ, πλοῖα μον., «μονόξυλα, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· ὡσαύτως μονόξυλα (ἐξυπ. πλοῖα) Ἱππ. π. Ἀερ. 290, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· μ. τράπεζαι Στράβ. 826. ΙΙ. κατεσκευασμένος μόνον ἐκ ξύλου, Πλάτ. Νόμ. 956Α (ἔνθα ἴδε Ast.)· πρβλ. μονόλιθος, μονοσίδηρος, μονοστόρθυγξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait d’une seule pièce de bois.
Étymologie: μόνος, ξύλον.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόξυλος, -ον)
1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν)
τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση του κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις διαπλέουσιν ἄνω καί κάτω», Ιπποκρ.
β. «ὅταν γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι τοῑς μονοξύλοις», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κατασκευασμένος μόνο από ξύλο
2. μονοκόμματος, κατασκευασμένος από ένα κομμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ξυλος (< ξύλον)].

Greek Monotonic

μονόξῠλος: -ον (ξύλον),·
I. αυτός που είναι φτιαγμένος από τον κορμό ενός μόνο δέντρου, σε Ξεν.
II. ο κατασκευασμένος μόνο από ξύλο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μονόξῠλος:
1) сделанный (выдолбленный) из одного куска дерева (πλοῖα Xen.; πύλη Luc.);
2) сделанный только из дерева, сплошь деревянный Plat.

Middle Liddell

μονό-ξῠλος, ον ξύλον
I. made from a solid trunk, Xen.
II. made of wood only, Plat.