μνηστεία: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnisteia
|Transliteration C=mnisteia
|Beta Code=mnhstei/a
|Beta Code=mnhstei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wooing]], [[courtship]], <span class="bibl">Antip.Stoic.3.254</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>17.1.2</span> (pl.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>30</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>20.14</span>; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.7.1</span>: f.l. for [[ἀμνηστία]] in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>239c</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wooing]], [[courtship]], <span class="bibl">Antip.Stoic.3.254</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>17.1.2</span> (pl.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>30</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>20.14</span>; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.7.1</span>: f.l. for [[ἀμνηστία]] in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>239c</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνηστεία Medium diacritics: μνηστεία Low diacritics: μνηστεία Capitals: ΜΝΗΣΤΕΙΑ
Transliteration A: mnēsteía Transliteration B: mnēsteia Transliteration C: mnisteia Beta Code: mnhstei/a

English (LSJ)

ἡ, A wooing, courtship, Antip.Stoic.3.254, J.AJ17.1.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.30, Luc.DDeor.20.14; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων J.AJ18.7.1: f.l. for ἀμνηστία in Pl.Mx.239c.

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für ἀμνηστία, wonach man noch strebt.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστεία: ἡ, ζήτησις γυναικός, ἀρραβώνισμα, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 30, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14· μεταφορ., ἐπὶ μεγάλων γεγονότων, ἔτι ἐν μν. εἶναι, ἀκόμη ἐπιζητοῦσι τὴν εὔνοιαν τοῦ ποιητοῦ, Πλάτ. Μενέξ. 239C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μνήστεια· γάμου δῶρα».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
recherche en mariage.
Étymologie: μνηστεύω.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μνηστεία) μνηστεύω
νεοελλ.
ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου είναι κανείς αρραβωνιασμένος («η μνηστεία μου διήρκεσε δύο χρόνια»)
νεοελλ.-μσν.
αμοιβαία υπόσχεση σύναψης γάμου, αρραβώνας («εκείνας τας ημέρας έγινεν η μνηστεία και μετ' ολίγον... ο γάμος», Παπαδ.)
μσν.
φρ. «λαμβάνω κάποιον εἰς μνηστείαν» — μνηστεύομαι
μσν.-αρχ.
το να ζητά κανείς γυναίκα σε γάμο.

Greek Monotonic

μνηστεία: ἡ, αναζήτηση γυναίκας για γάμο, φλερτάρισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μνηστεία:
1) старание, домогательство: ἔτι ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. быть все еще предметом домогательств, т. е. не быть еще достигнутым;
2) искание руки, сватовство Plut., Luc.

Middle Liddell

μνηστεία, ἡ,
a wooing, courting, Plat.