μοχθίζω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mochthizo | |Transliteration C=mochthizo | ||
|Beta Code=moxqi/zw | |Beta Code=moxqi/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μοχθέω]], περὶ χρήμασι μ. [[toil]] for money, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>123.6</span>; <b class="b3">ἕλκεϊ μοχθίζοντα… ὕδρου</b> [[suffering]] from the wound... <span class="bibl">Il.2.723</span>; δαίμονι δειλῷ μ. <span class="bibl">Thgn.164</span>; φθειρσὶ μ. <span class="bibl">Archil.137</span>; ἐτώσια μ. <span class="bibl">Theoc.1.38</span>, <span class="bibl">7.48</span>; μόχθους μ. <span class="bibl">Mosch.4.44</span>: abs., <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span> 1071</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 30 December 2020
English (LSJ)
A = μοχθέω, περὶ χρήμασι μ. toil for money, Pi.Fr.123.6; ἕλκεϊ μοχθίζοντα… ὕδρου suffering from the wound... Il.2.723; δαίμονι δειλῷ μ. Thgn.164; φθειρσὶ μ. Archil.137; ἐτώσια μ. Theoc.1.38, 7.48; μόχθους μ. Mosch.4.44: abs., Orph.A. 1071.
German (Pape)
[Seite 212] = μοχθέω; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.
Greek (Liddell-Scott)
μοχθίζω: μοχθέω, μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
souffrir : τινί ou τι de qch.
Étymologie: μόχθος.
English (Autenrieth)
= μοχθέω, Il. 2.723†.
English (Slater)
μοχθίζω
1 labour περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως (sc. the ambitious man) fr. 123. 7.
Greek Monolingual
μοχθίζω (Α) μόχθος
υφίσταμαι μόχθους, κόπους, υποφέρω.
Greek Monotonic
μοχθίζω: = μοχθέω, υποφέρω, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου, υποφέρει από τσίμπημα νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· μοχθίζω δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
μοχθίζω: (только praes.)
1) страдать, мучиться (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. ἐτώσια Theocr. напрасно мучиться;
2) усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).
Middle Liddell
μοχθίζω, = μοχθέω
to suffer, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου suffering by its sting, Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.