πλεθριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plethriaios
|Transliteration C=plethriaios
|Beta Code=pleqriai=os
|Beta Code=pleqriai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> of the size of a [[πλέθρον]], φοίνικες <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.11</span>; ποταμὸς τὸ εὖρος π. <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>1.5.4</span>; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span> 116a</span>; δράκων μῆκος π. <span class="bibl">Str.16.2.17</span>.</span>
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of the size of a [[πλέθρον]], φοίνικες <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.11</span>; ποταμὸς τὸ εὖρος π. <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>1.5.4</span>; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span> 116a</span>; δράκων μῆκος π. <span class="bibl">Str.16.2.17</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:40, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεθριαῖος Medium diacritics: πλεθριαῖος Low diacritics: πλεθριαίος Capitals: ΠΛΕΘΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: plethriaîos Transliteration B: plethriaios Transliteration C: plethriaios Beta Code: pleqriai=os

English (LSJ)

α, ον, A of the size of a πλέθρον, φοίνικες X.Cyr.7.5.11; ποταμὸς τὸ εὖρος π. Id.An.1.5.4; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα Pl.Criti. 116a; δράκων μῆκος π. Str.16.2.17.

German (Pape)

[Seite 628] von der Größe des πλέθρον; Plat. τὴν γέφυραν πλεθριαίαν τὸ πλάτος οὖσαν, Critia. 116 a; Xen. Cyr. 7, 5, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλεθριαῖος: -α, -ον, ἑνὸς πλέθρου, ἰσόμετρος πλέθρῳ, φοίνικες Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ποταμὸς τὸ εὖρος πλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5. 4. γέφυρα πλ. τὸ πλάτος οὖσα Πλάτ. Κριτί. 116Α· δράκων μῆκος πλ. Στράβ. 755.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la longueur ou de l’étendue d’un arpent.
Étymologie: πλέθρον.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλεθριαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μεδιμν-ιαίος)].

Greek Monotonic

πλεθριαῖος: -α, -ον (πλέθρον), πλατύς ή φαρδύς ίσα με ένα πλέθρο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεθριαῖος -α -ον [πλέθρον] een plethron groot.

Russian (Dvoretsky)

πλεθριαῖος: величиной в (один) плетр (φοίνικες Xen.): τὸ εὖρος π. Xen. и π. τὸ πλάτος Plat. шириною в плетр.

Middle Liddell

πλεθριαῖος, η, ον πλέθρον
broad or long, Xen.