πολλοστημόριος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pollostimorios
|Transliteration C=pollostimorios
|Beta Code=pollosthmo/rios
|Beta Code=pollosthmo/rios
|Definition=ον, (μόριον) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a number of times smaller]], opp. [[πολλαπλάσιος]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>147a26</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1020b28</span>; πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1308b2</span>; τὸ π. [[fraction]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>125a9</span>; οὐδὲ π. ὧν σε δεῖ παθεῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>1.1</span>, cf. Phld.<span class="title">Mus.</span>p.110 K.</span>
|Definition=ον, (μόριον) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a number of times smaller]], opp. [[πολλαπλάσιος]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>147a26</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1020b28</span>; πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1308b2</span>; τὸ π. [[fraction]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>125a9</span>; οὐδὲ π. ὧν σε δεῖ παθεῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>1.1</span>, cf. Phld.<span class="title">Mus.</span>p.110 K.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλοστημόριος Medium diacritics: πολλοστημόριος Low diacritics: πολλοστημόριος Capitals: ΠΟΛΛΟΣΤΗΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: pollostēmórios Transliteration B: pollostēmorios Transliteration C: pollostimorios Beta Code: pollosthmo/rios

English (LSJ)

ον, (μόριον) A a number of times smaller, opp. πολλαπλάσιος, Arist.Top.147a26, Metaph.1020b28; πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον Id.Pol.1308b2; τὸ π. fraction, Id.Top.125a9; οὐδὲ π. ὧν σε δεῖ παθεῖν Luc.DDeor.1.1, cf. Phld.Mus.p.110 K.

German (Pape)

[Seite 658] aus einem von vielen Theilen bestehend, sehr klein; dah. τὸ πολλοστημόριον, ein sehr kleiner, der geringste Theil, Arist. top. 2, 8; Plut. adv. Stoic. 14; τῆς τοῦ Ξέρξου δυνάμεως, Them. 16. Bei Thuc. 6, 86 ist πολλοστὸν μόριον richtige Lesart.

Greek (Liddell-Scott)

πολλοστημόριος: -ον, (μόριον) ὁ πολλάκις μικρότερος, ἀντίθετον τῷ πολλαπλάσιος, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 12, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1· πολλαπλάσιον ἢ π. τοῦ πρότερον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1. 1· ― τὸ π., μέρος ἀπείρως μικρόν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 10, καὶ διάφ. γραφ. (ἀντὶ πολλοστὸν μόριον) παρὰ Θουκ. 6. 86.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est qu’une petite partie d’une chose ; τὸ πολλοστημόριον la petite partie d’un tout.
Étymologie: πολλοστός, μόριον.

Greek Monolingual

-ο / πολλοστημόριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το πολλοστημόριο(ν)
το ελάχιστο, το μικρότατο μέρος ενός όλου («οὐδὲ πολλοστημόριον τοῦτο ὧν σε δεῑ παθεῑν», Λουκιαν.)
αρχ.
ο πολλές φορές μικρότερος («πολλαπλάσιον ἤ πολλοστημόριον τοῦ πρότερον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλοστός + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον.

Greek Monotonic

πολλοστημόριος: -ον, αυτός που είναι πολλές φορές μικρότερος, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλοστημόριος -ον [πολλαστός, μόριον] veel kleiner:; πολλοστημόριον τοῦ πρότερον veel minder waard dan vroeger Aristot. Pol. 1308b2; subst. τὸ\n πολλοστημόριον heel klein deel, fractie:. οὐδὲ πολλοστημόριον τοῦτο ὧν σε δεῖ παθεῖν dat is nog geen fractie van wat je verdient te ondergaan Luc. 79.5.1.

Russian (Dvoretsky)

πολλοστημόριος: составляющий крайне малую часть Arst.

Middle Liddell

πολλοστη-μόριος, ον,
many times smaller, Arist.