προσχάσκω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proschasko | |Transliteration C=proschasko | ||
|Beta Code=prosxa/skw | |Beta Code=prosxa/skw | ||
|Definition=aor. [[προσέχᾰνον]]: pf. in pres. sense [[προσκέχηνα]]:— <span class="sense"> | |Definition=aor. [[προσέχᾰνον]]: pf. in pres. sense [[προσκέχηνα]]:— <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gape]], or <b class="b2">stare open-mouthed at</b> one, <b class="b3">μηδὲ . . χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί</b> [[fall]] not prostrate before me [[with loud cries]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>920</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[gape eagerly at]], [[be greedy for]], τῷ λεγομένῳ προσκεχηνέναι παιδικῶς <span class="bibl">Plb.4.42.7</span>; τῷ εἴδει τινός <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.3.5</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.560</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:20, 30 December 2020
English (LSJ)
aor. προσέχᾰνον: pf. in pres. sense προσκέχηνα:— A gape, or stare open-mouthed at one, μηδὲ . . χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί fall not prostrate before me with loud cries, A.Ag.920. 2 gape eagerly at, be greedy for, τῷ λεγομένῳ προσκεχηνέναι παιδικῶς Plb.4.42.7; τῷ εἴδει τινός J.AJ11.3.5, cf. Ph.2.560.
Greek (Liddell-Scott)
προσχάσκω: ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) χάσκω πρός τι, εἶμαι ἄπληστος διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560.
Greek Monolingual
Α·1. προσβλέπω κάποιον με ανοιχτό στόμα
2. θαυμάζω κάποιον ή κάτι χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χάσκω «ανοίγω το στόμα μου»].
Greek Monotonic
προσχάσκω: αόρ. βʹ -έχᾰνον, παρακ. με ενεστ. σημασία προσκέχηνα· χάσκω ή κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς ἐμοί, μην προσπέσεις μπροστά μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-χάσκω, alleen aor. προσέχανον, conj. aor. 2 sing. προσχάνῃς, met open mond staan tegenover, aangapen, met dat.; met dat. en acc. v. h. inw. obj.: μηδὲ... χαιμαπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί roep mij niet ter aarde gestort geschreeuw toe Aeschl. Ag. 920.
Middle Liddell
aor2 -έχᾰνον perf. προσκέχηνα
to gape or stare open-mouthed at one, μὴ χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί fall not prostrate before me with loud cries, Aesch.