στρώτης: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strotis
|Transliteration C=strotis
|Beta Code=strw/ths
|Beta Code=strw/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one that spreads]], esp. [[one that gets ready the beds and dinner couches]], <span class="bibl">Heraclid.Cum.5</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>30</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one that spreads]], esp. [[one that gets ready the beds and dinner couches]], <span class="bibl">Heraclid.Cum.5</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>30</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:55, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρώτης Medium diacritics: στρώτης Low diacritics: στρώτης Capitals: ΣΤΡΩΤΗΣ
Transliteration A: strṓtēs Transliteration B: strōtēs Transliteration C: strotis Beta Code: strw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one that spreads, esp. one that gets ready the beds and dinner couches, Heraclid.Cum.5, Plu.Pel.30.

German (Pape)

[Seite 957] ὁ, wie στρωτήρ, der Hinbreitende, bes. der die Bett- und Tischlager zurechtlegt und packt; Plut. Pelop. 30; Ath. II 48 d.

Greek (Liddell-Scott)

στρώτης: -ου, ὁ, (στρώννυμι) ὡς τὸ στρωτήρ, ὁ στρωννύων, μάλιστα ὁ παρασκευάζων τὰ κλίνας καὶ τὰ δειπνηστήρια ἀνάκλιντρα, Λατ. strator, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 48D, Πλουτ. Πελοπ. 30.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé au service des lits, des couvertures de lits ou de tables, etc.
Étymologie: στρώννυμι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που στρώνει και, κυρίως, δούλος που ετοιμάζει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, που βάζει τα στρώματα και τα καλύμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ε-στρω-μαι) με κατάλ. -της (πρβλ. χύ-της)].

Greek Monotonic

στρώτης: -ου, ὁ, αυτός που προετοιμάζει, που στρώνει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, θαλαμηπόλος, καμαριέρης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

στρώτης: ου ὁ раб, ведающий ложами (спальными или обеденными) (στρῶται θεράποντες Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρώτης -ου [στρώννυμι] als adj., die voor het linnengoed (beddengoed, tafelkleden etc.) zorgt.

Middle Liddell

στρώτης, ου, ὁ,
one that gets couches ready, Plut.