σιτοδότης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitodotis | |Transliteration C=sitodotis | ||
|Beta Code=sitodo/ths | |Beta Code=sitodo/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[furnisher of corn]], <span class="title">CIG</span>2804 (Aphrodisias). <span class="bibl">Man.5.308</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:20, 31 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A furnisher of corn, CIG2804 (Aphrodisias). Man.5.308.
German (Pape)
[Seite 885] ὁ, Getreidegeber, -zutheiler, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοδότης: -ου, ὁ, ὁ παρέχων σῖτον, τροφοδότης, ὡς τὸ σιτομέτρης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2804, Μανέθων 5. 308.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui distribue du blé.
Étymologie: σῖτος, δίδωμι.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που μοιράζει σιτάρι δωρεάν
μσν.-αρχ.
αυτός που μοιράζει στους στρατιώτες τις μερίδες της τροφής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης, τροφο-δότης.
Greek Monotonic
σῑτοδότης: -ου, ὁ (δί-δωμι), αυτός που παρέχει σιτηρά, επισιτιστής, διανομέας τροφών.