στρίγλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=striglos | |Transliteration C=striglos | ||
|Beta Code=stri/glos | |Beta Code=stri/glos | ||
|Definition=ὁ,= [[νυκτικόραξ]], Hsch. στριγχός, ὁ,= [[θριγκός]], Id. στρικτόριον, τό,= foreg., Id. στρικτός, ή, όν,= <span class="sense"> | |Definition=ὁ,= [[νυκτικόραξ]], Hsch. στριγχός, ὁ,= [[θριγκός]], Id. στρικτόριον, τό,= foreg., Id. στρικτός, ή, όν,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strigosus]], Gloss. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">στρικτόν, τό</b>, a narrow kind of [[shoe]], Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Rh.Pr.</span> 15</span>; Latin word acc. to Suid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:15, 31 December 2020
English (LSJ)
ὁ,= νυκτικόραξ, Hsch. στριγχός, ὁ,= θριγκός, Id. στρικτόριον, τό,= foreg., Id. στρικτός, ή, όν,= A strigosus, Gloss. 2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.
Greek (Liddell-Scott)
στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
μάγος, γόης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρχ. στρίγξ (βλ. λ. στριξ)].