τρίφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trifonos | |Transliteration C=trifonos | ||
|Beta Code=tri/fwnos | |Beta Code=tri/fwnos | ||
|Definition=ον, (φωνή) <span class="sense"> | |Definition=ον, (φωνή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[three-voiced]], Id. s.v. [[τριφάσιοι]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:10, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, (φωνή) A three-voiced, Id. s.v. τριφάσιοι.
German (Pape)
[Seite 1149] dreistimmig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων τρεῖς φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές
2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία»
μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμί-φωνος].