τρικάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trikarinos | |Transliteration C=trikarinos | ||
|Beta Code=trika/rhnos | |Beta Code=trika/rhnos | ||
|Definition=[ᾰ], Dor. τρῐ-κάρᾱνος, ον, poet. for [[τρικέφαλος]], <span class="sense"> | |Definition=[ᾰ], Dor. τρῐ-κάρᾱνος, ον, poet. for [[τρικέφαλος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[three-headed]], Πτωΐου κευθμών <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>101</span> (codd. Str., <b class="b3">-καράνου</b> Bgk.), cf. <span class="bibl">Coluth.14</span>, etc.; τ. ὄφις <span class="bibl">Hdt.9.81</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:15, 31 December 2020
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. τρῐ-κάρᾱνος, ον, poet. for τρικέφαλος, A three-headed, Πτωΐου κευθμών Pi.Fr.101 (codd. Str., -καράνου Bgk.), cf. Coluth.14, etc.; τ. ὄφις Hdt.9.81.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκάρηνος: [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τρικέφαλος, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., τρ. ὄφις 9. 81.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois têtes.
Étymologie: τρεῖς, κάρηνον.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı-κάρηνος].
Greek Monotonic
τρῐκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει τρία κεφάλια, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκάρηνος: дор. τρικάρᾱνος 2 трехглавый (Γηρουνεύς Hes.; ὄφις Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρικάρηνος -ον [τρι -, κάρηνον] driehoofdig, met drie koppen.