τροχερός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trocheros | |Transliteration C=trocheros | ||
|Beta Code=troxero/s | |Beta Code=troxero/s | ||
|Definition=ά, όν, (τροχός) <span class="sense"> | |Definition=ά, όν, (τροχός) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running]], [[tripping]], τ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1409a1</span>; cf. τροχαῖος ''ΙΙ''.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:25, 31 December 2020
English (LSJ)
ά, όν, (τροχός) A running, tripping, τ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Arist.Rh.1409a1; cf. τροχαῖος ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
τροχερός: -ά, -όν, (τροχὸς) ὁ τρέχων, τροχάζων, τρ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. τροχαῖος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
courant, coulant.
Étymologie: τροχός.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει
2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].
Greek Monotonic
τροχερός: -ά, -όν (τροχός), αυτός που τρέχει, ταχύς, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend.
Russian (Dvoretsky)
τροχερός: беглый, быстрый (ῥυθμός Arst.).