τύλιγμα: Difference between revisions
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tyligma | |Transliteration C=tyligma | ||
|Beta Code=tu/ligma | |Beta Code=tu/ligma | ||
|Definition=[ῠ], ατος, τό, <span class="sense"> | |Definition=[ῠ], ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> gloss on [[ἕλιξ]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:37, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, A gloss on ἕλιξ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τύλιγμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἕλιξ· οὕτω τυλιγμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 881, πρβλ. ἕλιγμα.
Greek Monolingual
το, ΝΑ τυλίσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυλίγω, περιέλιξη, περιτύλιξη
2. (ηλεκτρολ.) αγωγός περιτυλιγμένος γύρω από τύμπανο ή από πυρήνα, ο οποίος όταν διαρρέεται από ρεύμα παράγει έντονο μαγνητικό πεδίο, περιέλιξη.