ἀσταθής: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astathis | |Transliteration C=astathis | ||
|Beta Code=a)staqh/s | |Beta Code=a)staqh/s | ||
|Definition=ές, (ἵσταμαι) <span class="sense"> | |Definition=ές, (ἵσταμαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unsteady]], [[unstable]], κινήσεις Phld.<span class="title">Ir.</span>p.26W.; αὖραι <span class="title">AP</span>10.74 (Paul. Sil.), cf. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.140</span>, al.; διάνοια <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span> 5.39</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:11, 31 December 2020
English (LSJ)
ές, (ἵσταμαι) A unsteady, unstable, κινήσεις Phld.Ir.p.26W.; αὖραι AP10.74 (Paul. Sil.), cf. Nonn.D.8.140, al.; διάνοια LXX 3 Ma. 5.39.
German (Pape)
[Seite 374] ές, unstät, αὖραι P. Sil. 71 (X, 74).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰθής: -ές, (ἵσταμαι)· ὁ μὴ σταθερός, ἄστατος, ἀβέβαιος, ὁ ἀεὶ κινούμενος, ἀσταθέεσσι… αὔραις Ἀνθ. Π. 10. 74· κύμασιν ἀσταθέεσιν ἐσύρετο νεκρὸς Νόνν. Δ. 16. 307, καὶ πολλαχοῦ· - ὡσαύτως ἀστάθερος, ον, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
instable, inconstant.
Étymologie: ἀ, ἵστημι.
Spanish (DGE)
(ἀστᾰθής) -ές
1 no constante, irregular κεινήσεις (sic) Phld.Ir.8.34, αὖραι AP 10.74 (Paul.Sil.), ἀῆται Nonn.D.8.140
•fig. διάνοια LXX 3Ma.5.39.
2 que se mueve sin cesar νῆες AP 6.28 (Iul.Aegypt.), ταῦροι Nonn.D.2.406, μήνιγγες Nonn.D.4.386, κύματα Nonn.D.17.307
•de pers. inquieto, que se mueve sin cesar Nonn.Par.Eu.Io.20.10, βίοτος Nonn.D.3.298.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀσταθής, -ές) ίστημι
1. αυτός που δεν είναι σταθερός, ο άστατος
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλει σκέψεις και αρχές.
Greek Monotonic
ἀστᾰθής: -ές (ἵσταμαι), ασταθής, άστατος, αβέβαιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστᾰθής: Anth. = ἀστάθμητος.