ἁλιρραγής: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alirragis | |Transliteration C=alirragis | ||
|Beta Code=a(lirragh/s | |Beta Code=a(lirragh/s | ||
|Definition=ές, (ῥήγνυμι) <span class="sense"> | |Definition=ές, (ῥήγνυμι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[against which the tide breaks]], σκόπελος <span class="title">AP</span>7.383 (Phil.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 23:45, 31 December 2020
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι) A against which the tide breaks, σκόπελος AP7.383 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où se brise la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥήγνυμι.
Spanish (DGE)
(ἁλιρρᾰγής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
donde rompe el mar σκόπελος AP 7.383 (Phil.).
Greek Monolingual
ἁλιρραγής, -ές και ἁλίρρηκτος, -ον (Α)
αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» — ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι- + ρηκτός < ῥήγνυμι.
Greek Monotonic
ἁλιρρᾰγής: -ές (ἅλς, ῥήγνυμι), αυτό πάνω στο οποίο ξεσπά η θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιρρᾰγής: разбивающий (т. е. о который разбиваются) морские волны (σκόπελος Anth.).