ἐπίπνοια: Difference between revisions
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipnoia | |Transliteration C=epipnoia | ||
|Beta Code=e)pi/pnoia | |Beta Code=e)pi/pnoia | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[breathing upon]], [[inspiration]], ἐ. πρᾳότητος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>71c</span>; ἐξ ἐπιπνοίας Διός <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>17</span> (anap.), cf. <span class="bibl">43</span> (lyr.); <b class="b3">θείαις ἐ</b>. ib.<span class="bibl">577</span> (lyr.); οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>811c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cra.</span>399a</span>; [[μαντικὴν]] <b class="b3"> . . ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες κτλ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>265b</span>; <b class="b3">ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου</b> ἐνθουσιάζειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1214a24</span>; ἐ. πρὸς τὸ καλὸν κατασχεθῆναι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Agis</span>7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. pl., [[winds blowing opposite ways]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>55</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:00, 1 January 2021
English (LSJ)
ἡ, A breathing upon, inspiration, ἐ. πρᾳότητος Pl.Ti.71c; ἐξ ἐπιπνοίας Διός A.Supp.17 (anap.), cf. 43 (lyr.); θείαις ἐ. ib.577 (lyr.); οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Pl.Lg.811c, cf. Cra.399a; μαντικὴν . . ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες κτλ. Id.Phdr.265b; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου ἐνθουσιάζειν Arist.EE1214a24; ἐ. πρὸς τὸ καλὸν κατασχεθῆναι Plu.Agis7. II. pl., winds blowing opposite ways, Thphr.Vent.55.
German (Pape)
[Seite 971] ἡ, das Anhauchen, Anwehen, Διός Aesch. Suppl. 17. 44; θεῖαι 572, wie Plat. Legg. V, 747 e; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν, nicht ohne göttliche Begeisterung, VII, 811 c, vgl. τῇ τοῦ Εὐθύφρονος ἐπιπνοίᾳ πιστεύεις Crat. 399 a; οἷον ἐπιπνοίᾳ πρὸς τὸ καλόν Plut. Ag. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπνοια: ἡ (ἐπιπνέω) ἐπίπνευσις, ἔμπνευσις, Λατ. afflatus, ἐπ. πρᾳότητος Πλάτ. Τίμ. 71C· ἐξ ἐπιπνοίας Διός, Ζηνὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 18, 45· θείαις ἐπ. αὐτόθι 576· οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Πλάτ. Νόμοι 811C, πρβλ. Κρατ. 399Α· μαντικήν... ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν «Φαίδρῳ» 265Β· ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου ἐνθουσιάζειν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 1. 1, 4· ἐπ. πρὸς τὸ καλὸν Πλούτ. Ἆγις 7· ἡ Σίβυλλα ὡμίλει ἔκ τινος δυνατῆς ἐπ. Ἰουστ. Μ. πρὸς Ἕλληνας 37. ΙΙ. πνοὴ δυνατή, ἰσχυρὸν φύσημα ἀέρος, ἐπίπνοιαι χειμεριναὶ Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 55.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
souffle, inspiration.
Étymologie: ἐπίπνοος.
Greek Monolingual
ἐπίπνοια, ἡ (AM) επίπνους
θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.)
αρχ.
φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
ἐπίπνοια: ἡ, πνοή, φύσημα, έμπνευση, Λατ. afflatus, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπνοια: ἡ досл. дуновение, веяние, дыхание, перен. внушение, вдохновение, наитие (ἐξ ἐπιπνοίας Διός Aesch.; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Plat.; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου Arst.): ἐ. πρὸς τὸ καλόν Plut. порыв к прекрасному.
Middle Liddell
ἐπίπνοια, ἡ, [from ἐπιπνέω
a breathing upon, inspiration, Lat. afflatus, Aesch., Plat.