ἐπαναστροφή: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanastrofi | |Transliteration C=epanastrofi | ||
|Beta Code=e)panastrofh/ | |Beta Code=e)panastrofh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀναστροφή]], [[return]], of the chorus, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>596</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Rhet., [[repetition]] of the last word or words of a sentence at the beginning of the next, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.12</span>; of the syllables <b class="b3">-μια</b> in Σαμία μία ναῦς <span class="bibl">Eust.1751.40</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:05, 1 January 2021
English (LSJ)
ἡ, A = ἀναστροφή, return, of the chorus, Sch.Ar.Nu.596. 2 Rhet., repetition of the last word or words of a sentence at the beginning of the next, Hermog.Id.1.12; of the syllables -μια in Σαμία μία ναῦς Eust.1751.40.
German (Pape)
[Seite 901] ἡ, bei den Rhett. eine Figur, welche ein Satzglied mit dem Worte anfängt, mit dem das vorangehende schließt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναστροφή: ἡ, = ἀναστροφή, ἐπιστροφή, Εὐστ. Πονημάτ. 253. 78: - σχῆμα ῥητορικὸν, ὅταν τὸ τέλος κώλου τινὸς ἑτέρου κώλου ἀρχὴ γένηται, ὡς π.χ. «οὐ γὰρ δήπου Κτησιφῶντα μὲν δύναιτο διώκειν δι’ ἐμέ, ἐμὲ δέ, κτλ.» (Δημοσθ.) Ἑρμογέν. Ρητορ. 286. 1.
Greek Monolingual
η (AM ἐπαναστροφή) επαναστρέφω
αναστροφή, επιστροφή, γυρισμός (και ειδ. για χορό)
νεοελλ.
1. ιατρ. η επάνοδος ενός ιστού ή οργάνου σε προηγούμενα στάδια της εξελίξεως του
2. (φιλοσ.) «η αιώνια επαναστροφή» — η φιλοσοφική δοξασία κατά την οποία όλα τα όντα και τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται, επανέρχονται με όμοιο τρόπο και με την ίδια σειρά εξελίξεως, μετά τη συμπλήρωση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος απροσμέτρητου για τον άνθρωπο
3. χημ. το φαινόμενο της συμπτύξεως απλών σακχάρων σε πολυσακχαρίτες με αποβολή μορίων νερού
αρχ.
ρητορικό σχήμα κατά το οποίο το τέλος ενός τμήματος λόγου (προτάσεως, περιόδου κ.λπ.) γίνεται αρχή του επομένου, π.χ. «οὐ γὰρ δήπου Κτησιφῶντα μὲν δύναιτο διώκειν δι' ἐμέ, ἐμὲ δέ...», Δημοσθ.).