ἐπιθυμητικός: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epithymitikos | |Transliteration C=epithymitikos | ||
|Beta Code=e)piqumhtiko/s | |Beta Code=e)piqumhtiko/s | ||
|Definition=(hyperdor. [[ἐπιθυματικός|ἐπιθῡμᾱτικός]] Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=(hyperdor. [[ἐπιθυματικός|ἐπιθῡμᾱτικός]] Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[desiring]], [[coveting]], [[lusting after]], τινός <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>475b</span>, al.; <b class="b3">τὸ ἐ</b>. [[that]] part of the soul [[which is the seat of the desires and affections]], ib.<span class="bibl">439e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1102b30</span>, etc. Adv. <b class="b3">-κῶς, ἔχειν τινός</b>, = [[ἐπιθυμεῖν]], <span class="title">Hell.Oxy.</span>16.4, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>108a</span>, <span class="bibl">Isoc.15.244</span>, <span class="bibl">D.L.8.1</span>; ἐ. διακεῖσθαι <span class="bibl">Palaeph.23</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:19, 1 January 2021
English (LSJ)
(hyperdor. ἐπιθῡμᾱτικός Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν, A desiring, coveting, lusting after, τινός Pl.R.475b, al.; τὸ ἐ. that part of the soul which is the seat of the desires and affections, ib.439e, Arist.EN1102b30, etc. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός, = ἐπιθυμεῖν, Hell.Oxy.16.4, Pl.Phd.108a, Isoc.15.244, D.L.8.1; ἐ. διακεῖσθαι Palaeph.23.
German (Pape)
[Seite 943] ή, όν, begehrend, verlangend, begierig, τινός, wonach, Plat. Legg. V, 475 b; τὸ ἐπιθυμητικόν, das Begehrungsvermögen (Arist. eth. 1, 13, E.), σίτων καὶ ποτῶν, Eßbegierde, Tim. 70 d 91 b, vgl. Rep. IV, 440 c u. Plut. de def. orac. 36. – Adv. ἐπιθυμητικῶς, z. B. ἔχω, = ἐπιθυμῶ, Plat. Phaedr. 108 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à désirer, désireux de, gén. ; τὸ ἐπιθυμητικόν PLAT la faculté de désirer.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιθυμητικός, -ή, -όν) επιθυμηση
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν
το μέρος της ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες
μσν.
1. ποθητός
2. ωραίος, ευχάριστος
3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά
4. πρόθυμος
αρχ.
αυτός που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
επίρρ...
ἐπιθυμητικῶς (Α) («ἐπιθυμητικῶς ἔχω τινός» — επιθυμώ κάτι).
Greek Monotonic
ἐπιθῡμητικός: -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την επιθυμία, αυτός που ποθεί κάτι, με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθῡμητικός:
1) желающий, жаждущий (τινος Plat.): ψυχὴ ἐπιθυμητική филос. Arst. волевое начало, воля;
2) страстный, пылкий (οἱ νέοι Arst.).
Middle Liddell
ἐπιθῡμητικός, ή, όν [from ἐπιθυμέω
desiring, coveting, lusting after a thing, c. gen., Plat., etc.:—adv., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, Plat.