ἐρείκιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ereikion
|Transliteration C=ereikion
|Beta Code=e)rei/kion
|Beta Code=e)rei/kion
|Definition=τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[crumbly pastry]],=[[ἴτριον]], Gal.19.100. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐρίκια, τά,</b> [[heath-plants]], PLond.3.905 (ii A.D.).</span>
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[crumbly pastry]],=[[ἴτριον]], Gal.19.100. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐρίκια, τά,</b> [[heath-plants]], PLond.3.905 (ii A.D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρείκιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γλυκίσματος που αποτελείται από [[αλεύρι]], [[σουσάμι]] και [[μέλι]] (αλλ. [[ίτριον]])<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ἐρείκια</i><br />εκτάσεις φυτεμένες με το [[φυτό]] [[ερείκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -<i>ιον</i>, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου <i>ε</i>- προήλθε το [[ρείκι]]].
|mltxt=[[ἐρείκιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] γλυκίσματος που αποτελείται από [[αλεύρι]], [[σουσάμι]] και [[μέλι]] (αλλ. [[ίτριον]])<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ἐρείκια</i><br />εκτάσεις φυτεμένες με το [[φυτό]] [[ερείκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -<i>ιον</i>, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου <i>ε</i>- προήλθε το [[ρείκι]]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρείκιον Medium diacritics: ἐρείκιον Low diacritics: ερείκιον Capitals: ΕΡΕΙΚΙΟΝ
Transliteration A: ereíkion Transliteration B: ereikion Transliteration C: ereikion Beta Code: e)rei/kion

English (LSJ)

τό, A crumbly pastry,=ἴτριον, Gal.19.100. II ἐρίκια, τά, heath-plants, PLond.3.905 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ἐρείκιον, τὸ (Α)
1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον)
2. πληθ. τὰ ἐρείκια
εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. -ιον, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου ε- προήλθε το ρείκι].