ὠστίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ostizomai
|Transliteration C=ostizomai
|Beta Code=w)sti/zomai
|Beta Code=w)sti/zomai
|Definition=fut. Att. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ὠστιοῦμαι <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ach.</span>24</span>:—Pass., Frequentat. of [[ὠθέομαι]], [[to push and be pushed about]], mostly c. dat. pers., [[to jostle with]] another, [[jostle]] him [[and be jostled]] by him, ὠστιεῖ Κλεονύμῳ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>844</span>; δούλαισιν ὠστιζομένη <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>330</span>(lyr.); ὠστιοῦνται . . ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span> 24</span>: abs., <b class="b3">ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται</b> [[jostles]] for the first seat, ib.<span class="bibl">42</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>330</span>; so, Comically, <b class="b3">τῶν . . πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον</b> TeleclId.1.13.</span>
|Definition=fut. Att. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ὠστιοῦμαι <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ach.</span>24</span>:—Pass., Frequentat. of [[ὠθέομαι]], [[to push and be pushed about]], mostly c. dat. pers., [[to jostle with]] another, [[jostle]] him [[and be jostled]] by him, ὠστιεῖ Κλεονύμῳ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>844</span>; δούλαισιν ὠστιζομένη <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>330</span>(lyr.); ὠστιοῦνται . . ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span> 24</span>: abs., <b class="b3">ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται</b> [[jostles]] for the first seat, ib.<span class="bibl">42</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>330</span>; so, Comically, <b class="b3">τῶν . . πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον</b> TeleclId.1.13.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:40, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠστίζομαι Medium diacritics: ὠστίζομαι Low diacritics: ωστίζομαι Capitals: ΩΣΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ōstízomai Transliteration B: ōstizomai Transliteration C: ostizomai Beta Code: w)sti/zomai

English (LSJ)

fut. Att. A ὠστιοῦμαι Ar. Ach.24:—Pass., Frequentat. of ὠθέομαι, to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., to jostle with another, jostle him and be jostled by him, ὠστιεῖ Κλεονύμῳ Ar.Ach.844; δούλαισιν ὠστιζομένη Id.Lys.330(lyr.); ὠστιοῦνται . . ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Id.Ach. 24: abs., ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται jostles for the first seat, ib.42, cf. Pl.330; so, Comically, τῶν . . πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον TeleclId.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

ὠστίζομαι: μέλλ. Ἀττ. ὠστιοῦμαι· - Παθ., θαμιστικὸν τοῦ ὠθέομαι, ὠθῶ καὶ ὠθοῦμαι, «σπρώχνω καὶ σπρώχνωμαι», «στρημώνω καὶ στρημώνομαι», «σκουντιοῦμαι», οὐδ’ ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, «οὐδὲ πιεσθήσῃ ὑπὸ Κλεωνύμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 844· δούλαισιν ὠστιζομένη ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 330· ὠστιοῦνται ... ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 24· ἀπολ., εἰς τήν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, ἀγωνίζεται προσπαθῶν νὰ καταλάβῃ τὴν πρώτην θέσιν, αὐτόθι 42, πρβλ. Πλ. 380· οὕτω κωμικῶς, τῶν ... πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον Τηλεκλείδης ἐν “Ἀμφικτύοσιν” 1. 13.

Greek Monotonic

ὠστίζομαι: μέλ. Αττ. ὠστιοῦμαι· Παθ., θαμιστικό του ὠθέομαι, σπρώχνω και σπρώχνομαι, στριμώχνω και συνάμα στριμώχνομαι· κυρίως με δοτ. προσ., ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, θα πιεστείς από τον Κλεώνυμο, σε Αριστοφ.· ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶπρώτου ξύλου, στον ίδ.· απόλ., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, αγωνίζεται για την πρώτη θέση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὠστίζομαι: [frequ. pass. к ὠθέω
1) быть толкаемым (τινι Arph.);
2) толкаться, тесниться, устраивать давку: εἰς τὴν προεδρίαν ὠ. Arph. проталкиваться к первым местам.

Middle Liddell

ὠστίζομαι, [Frequentat. of ὠθέομαι]
to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., ὠστιεῖ Κλεονύμῳ you will justle with Cleonymus, Ar.; ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Ar.; absol., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται justles for the first seat, Ar.