ὠτοκάταξις: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=otokataksis | |Transliteration C=otokataksis | ||
|Beta Code=w)toka/tacis | |Beta Code=w)toka/tacis | ||
|Definition=ιδος, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ιδος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a boxer with thick]] or <b class="b2">'cauliflower' ears</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>98</span>, cf. <span class="bibl">Poll.2.83</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>826.28</span>, Suid. ([[ὠτοκαταξίας]] is f.l. in <span class="bibl">Poll.4.144</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:43, 1 January 2021
English (LSJ)
ιδος, ὁ, A a boxer with thick or 'cauliflower' ears, Ar.Fr.98, cf. Poll.2.83, EM826.28, Suid. (ὠτοκαταξίας is f.l. in Poll.4.144).
Greek (Liddell-Scott)
ὠτοκάταξις: -ιδος, ὁ, ἐπὶ πύκτου, ὁ τὰ ὦτα τεθλασμένος, «ὠτοκάταξις κατὰ Αἰλ. ο Διονύσιον, ὠτοθλαδίας, τὰ ὦτα τεθλασμένος ἐν παλαίστρᾳ» (Εὐστάθ. 1324)· «ὠτοκάταξιν: τὸν συντετριμμένον τὸ οὖς» Α. Β. 116, 32, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 72), πρβλ. Α. Β. 287, καὶ Ε. Μ. 826, Σουΐδ. ἐν λέξ., Πολυδ. Β΄, 83 (ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ τὸ ὠτοκαταξίας ἐν Πολυδ. Δ΄, 144, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 628)· ὅρα καὶ Πλάτ. Πρωτ. 312Α, Θεόκρ. 22. 45, Marti-l. 7. 32, Tertull Spect. 23, κατάγνυμι ΙΙ, Winckelm. 5. 5, 30 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
athlète dont les oreilles sont écrasées par les coups.
Étymologie: οὖς, κατάγνυμι.
Greek Monolingual
-άξιδος, ὁ, Α
(για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. -ις, -ιδος].
Russian (Dvoretsky)
ὠτοκάταξις: ιος ὁ Arph., Luc. = ὠτοθλαδίας.