ὀρνιθεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ornitheyo
|Transliteration C=ornitheyo
|Beta Code=o)rniqeu/w
|Beta Code=o)rniqeu/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[catch]], [[snare birds]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.1.16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ὀρνιθεύομαι]], = [[οἰωνίζομαι]], [[observe the flight]] or [[cries of birds]] for divination, <span class="bibl">D.H.4.13</span>, <span class="bibl">Hecat.Abd.14</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[catch]], [[snare birds]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.1.16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ὀρνιθεύομαι]] = [[οἰωνίζομαι]], [[observe the flight]] or [[cries of birds]] for divination, <span class="bibl">D.H.4.13</span>, <span class="bibl">Hecat.Abd.14</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνῑθεύω''': ([[ὄρνις]]) [[συλλαμβάνω]] διὰ δικτύων, παγίδων κτλ. πτηνά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16. ΙΙ. ὀρνιθεύομαι, ἀποθ., = [[οἰωνίζομαι]], παρατηρῶ τὴν πτῆσιν ἢ τὰς κραυγὰς τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Διον. Ἁλ. 4. 13, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 22.
|lstext='''ὀρνῑθεύω''': ([[ὄρνις]]) [[συλλαμβάνω]] διὰ δικτύων, παγίδων κτλ. πτηνά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16. ΙΙ. [[ὀρνιθεύομαι]], ἀποθ., = [[οἰωνίζομαι]], παρατηρῶ τὴν πτῆσιν ἢ τὰς κραυγὰς τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Διον. Ἁλ. 4. 13, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρνιθεύω]] (Α) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀρνιθεύομαι</i><br />[[παρατηρώ]] το [[πέταγμα]] ή την [[κραυγή]] πτηνών προκειμένου να μαντέψω το [[μέλλον]].
|mltxt=[[ὀρνιθεύω]] (Α) όρνις, -ιθος<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[ὀρνιθεύομαι]]<br />[[παρατηρώ]] το [[πέταγμα]] ή την [[κραυγή]] πτηνών προκειμένου να μαντέψω το [[μέλλον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 23:53, 6 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθεύω Medium diacritics: ὀρνιθεύω Low diacritics: ορνιθεύω Capitals: ΟΡΝΙΘΕΥΩ
Transliteration A: ornitheúō Transliteration B: ornitheuō Transliteration C: ornitheyo Beta Code: o)rniqeu/w

English (LSJ)

A catch, snare birds, X.HG4.1.16. II ὀρνιθεύομαι = οἰωνίζομαι, observe the flight or cries of birds for divination, D.H.4.13, Hecat.Abd.14.

German (Pape)

[Seite 383] Vögel fangen, Xen. Hell. 4, 1, 16. – Med. den Flug oder die Stimme der Vögel beobachten, um danach zu weissagen, D. Hal. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθεύω: (ὄρνις) συλλαμβάνω διὰ δικτύων, παγίδων κτλ. πτηνά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16. ΙΙ. ὀρνιθεύομαι, ἀποθ., = οἰωνίζομαι, παρατηρῶ τὴν πτῆσιν ἢ τὰς κραυγὰς τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Διον. Ἁλ. 4. 13, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 22.

French (Bailly abrégé)

chasser aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.

Greek Monolingual

ὀρνιθεύω (Α) όρνις, -ιθος
1. ασχολούμαι με το κυνήγι πτηνών
2. μέσ. ὀρνιθεύομαι
παρατηρώ το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών προκειμένου να μαντέψω το μέλλον.

Greek Monotonic

ὀρνῑθεύω: (ὄρνις), μέλ. -σω, πιάνω ή παγιδεύω πουλιά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθεύω: ловить птиц Xen.

Middle Liddell

ὀρνῑθεύω, fut. -σω ὄρνις
to catch or trap birds, Xen.