στρίγλος: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=striglos | |Transliteration C=striglos | ||
|Beta Code=stri/glos | |Beta Code=stri/glos | ||
|Definition=ὁ,= [[νυκτικόραξ]] | |Definition=ὁ, = [[νυκτικόραξ]] ([[long-eared owl]], [[night-raven]]), Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:45, 14 January 2021
English (LSJ)
ὁ, = νυκτικόραξ (long-eared owl, night-raven), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
μάγος, γόης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρχ. στρίγξ (βλ. λ. στριξ)].