εὐθύγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efthygrammos
|Transliteration C=efthygrammos
|Beta Code=eu)qu/grammos
|Beta Code=eu)qu/grammos
|Definition=ον, = foreg., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>286b13</span>, al.; [[γωνία]] Oenopides ap. <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Euc.</span>p.333F.</span>, cf. <span class="bibl">Euc.1.44</span>; <b class="b3">τὸ εὐ</b>. (with or without [[σχῆμα]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rectilinear figure]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>69a31</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>913b18</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.12.1</span>.</span>
|Definition=ον, = [[εὐθυγραμμικός]] ([[rectilinear]]), Arist. ''Cael.'' 286b13, al. ; γωνία Oenopides ap. Procl. ''in Euc.'' p. 333F., cf. Euc. 1.44 ; τὸ εὐ. (with or without σχῆμα) [[rectilinear figure]], Arist. ''APr.'' 69a31, Pr. 913b18, Thphr. ''HP'' 1.12.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:16, 28 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠγραμμος Medium diacritics: εὐθύγραμμος Low diacritics: ευθύγραμμος Capitals: ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: euthýgrammos Transliteration B: euthygrammos Transliteration C: efthygrammos Beta Code: eu)qu/grammos

English (LSJ)

ον, = εὐθυγραμμικός (rectilinear), Arist. Cael. 286b13, al. ; γωνία Oenopides ap. Procl. in Euc. p. 333F., cf. Euc. 1.44 ; τὸ εὐ. (with or without σχῆμα) rectilinear figure, Arist. APr. 69a31, Pr. 913b18, Thphr. HP 1.12.1.

German (Pape)

[Seite 1070] geradlinig, σχῆμα Arist. coel. 2 Meteor. 10, 2; τὸ εὐθ., geradlinige Figur, Mathem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύγραμμος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. (μετὰ τῆς λέξεως σχῆμαἄνευ αὐτῆς), σχῆμα ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: ἐντεῦθεν -γραμμικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τοιοῦτον σχῆμα· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμήεὐθύγραμμος κίνησις» — η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα)
σχήμα που αποτελείται από ευθείες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γραμ-μος (< γραμ-μή < γράφ-ω)
πρβλ. καμπυλό-γραμμος, παραλληλό-γραμμος].

Russian (Dvoretsky)

εὐθύγραμμος: прямолинейный (σχῆμα Arst., Plut.).