παραδοξογράφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b class="b3">γρᾰ], ὁ</b>" to "γρᾰ], ὁ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paradoksografos
|Transliteration C=paradoksografos
|Beta Code=paradocogra/fos
|Beta Code=paradocogra/fos
|Definition=[<b class="b3">γρᾰ], ὁ</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[writer on marvels]], <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>2.151</span>.</span>
|Definition=[γρᾰ], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[writer on marvels]], <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>2.151</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 30 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοξογράφος Medium diacritics: παραδοξογράφος Low diacritics: παραδοξογράφος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΞΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: paradoxográphos Transliteration B: paradoxographos Transliteration C: paradoksografos Beta Code: paradocogra/fos

English (LSJ)

[γρᾰ], ὁ, A writer on marvels, Tz.H.2.151.

German (Pape)

[Seite 477] wunderbare Dinge schreibend, Tzetz. Chil.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξογράφος: ὁ γράφων παράδοξα, θαυμαστὰ πράγματα, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 151.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
φιλολ. όρος ο οποίος αποδόθηκε σε σειρά Ελλήνων συγγραφέων της ελληνιστικής και μεταγενέστερης εποχής που με τα έργα τους περιέγραψαν διάφορα φυσικά φαινόμενα ή ανθρώπινα επιτεύγματα ή γεγονότα της τοπικής ιστορίας, τα οποία δεν ακολουθούσαν την καθιερωμένη λογική τάξη και δεν μπορούσαν να ενταχθούν στα πλαίσια της κοινής εμπειρίας (παράδοξα, θαυμάσια), προκαλούσαν δε την έκπληξη και τον θαυμασμό, όρος που με αυτήν την σημασία απαντά ήδη στον Βυζαντινό συγγραφέα Τζέτζη
νεοελλ.
ο συγγραφέας απίθανων, φανταστικών ιστοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξα + -γράφος (< γράφω)].