τονθορίζω: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τονθορίζω | |||
|Medium diacritics=τονθορίζω | |||
|Low diacritics=τονθορίζω | |||
|Capitals=ΤΟΝΘΟΡΙΖΩ | |||
|Transliteration A=tonthorízō | |||
|Transliteration B=tonthorizō | |||
|Transliteration C=tonthorizo | |||
|Beta Code=tonqori/zw | |||
|Definition=v. [[τονθορύζω]] | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τονθορύζω]] ΝΑ, και [[τονθρύζω]] Α<br />[[μουρμουρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μουγκρίζω]] («ἐτονθόρυζε ταῡρος <span style="color: red;"><</span> ὡς> [[νεοσφαγής]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τορθορύζω</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>-, από το θ. <i>θορυ</i>- του [[θόρυβος]] με αναδιπλασιασμό. Αρχαιότερος θεωρείται ο τ. [[τονθορύζω]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γογγ</i>-<i>ύζω</i>, <i>ὀλολ</i>-<i>ύζω</i>), απ' όπου ο τ. [[τονθρύζω]] με [[συγκοπή]]. Τέλος, ο τ. [[τονθορίζω]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] [[σχηματισμός]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | |mltxt=και [[τονθορύζω]] ΝΑ, και [[τονθρύζω]] Α<br />[[μουρμουρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μουγκρίζω]] («ἐτονθόρυζε ταῡρος <span style="color: red;"><</span> ὡς> [[νεοσφαγής]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τορθορύζω</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>-, από το θ. <i>θορυ</i>- του [[θόρυβος]] με αναδιπλασιασμό. Αρχαιότερος θεωρείται ο τ. [[τονθορύζω]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γογγ</i>-<i>ύζω</i>, <i>ὀλολ</i>-<i>ύζω</i>), απ' όπου ο τ. [[τονθρύζω]] με [[συγκοπή]]. Τέλος, ο τ. [[τονθορίζω]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] [[σχηματισμός]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 January 2021
English (LSJ)
v. τονθορύζω
Greek Monolingual
και τονθορύζω ΝΑ, και τονθρύζω Α
μουρμουρίζω
αρχ.
μουγκρίζω («ἐτονθόρυζε ταῡρος < ὡς> νεοσφαγής», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. τορθορύζω με ανομοίωση του -ρ-, από το θ. θορυ- του θόρυβος με αναδιπλασιασμό. Αρχαιότερος θεωρείται ο τ. τονθορύζω που εμφανίζει επίθημα -ύζω (πρβλ. γογγ-ύζω, ὀλολ-ύζω), απ' όπου ο τ. τονθρύζω με συγκοπή. Τέλος, ο τ. τονθορίζω είναι μεταγενέστερος σχηματισμός, κατά τα ρ. σε -ίζω].