νωχέλεια: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_9) |
m (LSJ2 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=νωχέλεια | |||
|Medium diacritics=νωχέλεια | |||
|Low diacritics=νωχέλεια | |||
|Capitals=ΝΩΧΕΛΕΙΑ | |||
|Transliteration A=nōchéleia | |||
|Transliteration B=nōcheleia | |||
|Transliteration C=nocheleia | |||
|Beta Code=nwxe/leia | |||
|Definition=v. [[νωχελία]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0274.png Seite 274]] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, VLL, S. [[νωχελία]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0274.png Seite 274]] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, VLL, S. [[νωχελία]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωχέλεια''': ἡ, [[ὀκνηρία]], [[νωθρότης]], Ἡσύχ. | |lstext='''νωχέλεια''': ἡ, [[ὀκνηρία]], [[νωθρότης]], Ἡσύχ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· νωχαλία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 114. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[νωχέλεια]] και [[νωχελία]] και νωχελίη [[νωχελής]]<br />η [[ιδιότητα]] του νωχελούς, [[έλλειψη]] ενεργητικότητας, [[νωθρότητα]] και [[αμεριμνησία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 31 January 2021
English (LSJ)
v. νωχελία.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, VLL, S. νωχελία.
Greek (Liddell-Scott)
νωχέλεια: ἡ, ὀκνηρία, νωθρότης, Ἡσύχ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· νωχαλία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 114.
Greek Monolingual
η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη νωχελής
η ιδιότητα του νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία.