ἡμιμέδιμνος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(13_4)
 
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἡμιμέδιμνος
|Medium diacritics=ἡμιμέδιμνος
|Low diacritics=ημιμέδιμνος
|Capitals=ΗΜΙΜΕΔΙΜΝΟΣ
|Transliteration A=hēmimédimnos
|Transliteration B=hēmimedimnos
|Transliteration C=imimedimnos
|Beta Code=h(mime/dimnos
|Definition=ὁ, = τό [[ἡμιμέδιμνον]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1168.png Seite 1168]] ὁ, ein halber [[μέδιμνος]], Poll. 6, 160; [[ἡμιμέδιμνον]] Dem. 55, 24; τριῶν ἡμιμεδίμνων Plut. Cat. mai. 6; [[τρία]] ἡμιμέδιμνα Dicaearch. Ath. IV, 141 c, u. so VLL. – Die abgekürzte Form [[ἡμέδιμνον]] hat Phot. lex. u. Didym. bei Prisc. II p. 396.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1168.png Seite 1168]] ὁ, ein halber [[μέδιμνος]], Poll. 6, 160; [[ἡμιμέδιμνον]] Dem. 55, 24; τριῶν ἡμιμεδίμνων Plut. Cat. mai. 6; [[τρία]] ἡμιμέδιμνα Dicaearch. Ath. IV, 141 c, u. so VLL. – Die abgekürzte Form [[ἡμέδιμνον]] hat Phot. lex. u. Didym. bei Prisc. II p. 396.
}}
{{grml
|mltxt=και ημιμέδιμνον [[ἡμιμέδιμνος]] και ἡμέδιμνος, ὁ και [[ἡμιμέδιμνον]] και [[ἡμέδιμνον]], τὸ (Α)<br />[[μέτρο]] χωρητικότητας που ισοδυναμεί με μισό μέδιμνο, [[δηλαδή]] 22 [[περίπου]] κιλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέδιμνος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιμέδιμνος Medium diacritics: ἡμιμέδιμνος Low diacritics: ημιμέδιμνος Capitals: ΗΜΙΜΕΔΙΜΝΟΣ
Transliteration A: hēmimédimnos Transliteration B: hēmimedimnos Transliteration C: imimedimnos Beta Code: h(mime/dimnos

English (LSJ)

ὁ, = τό ἡμιμέδιμνον.

German (Pape)

[Seite 1168] ὁ, ein halber μέδιμνος, Poll. 6, 160; ἡμιμέδιμνον Dem. 55, 24; τριῶν ἡμιμεδίμνων Plut. Cat. mai. 6; τρία ἡμιμέδιμνα Dicaearch. Ath. IV, 141 c, u. so VLL. – Die abgekürzte Form ἡμέδιμνον hat Phot. lex. u. Didym. bei Prisc. II p. 396.

Greek Monolingual

και ημιμέδιμνον ἡμιμέδιμνος και ἡμέδιμνος, ὁ και ἡμιμέδιμνον και ἡμέδιμνον, τὸ (Α)
μέτρο χωρητικότητας που ισοδυναμεί με μισό μέδιμνο, δηλαδή 22 περίπου κιλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μέδιμνος.