ναύσταθμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(3b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ναύσταθμος | |||
|Medium diacritics=ναύσταθμος | |||
|Low diacritics=ναύσταθμος | |||
|Capitals=ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ | |||
|Transliteration A=naústathmos | |||
|Transliteration B=naustathmos | |||
|Transliteration C=nafstathmos | |||
|Beta Code=nau/staqmos | |||
|Definition=ὁ, = τὸ [[ναύσταθμον]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] ὁ, = Vorigem, Plut. Aristid. 22 Anton. 63. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] ὁ, = Vorigem, Plut. Aristid. 22 Anton. 63. |
Revision as of 10:47, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, = τὸ ναύσταθμον.
German (Pape)
[Seite 232] ὁ, = Vorigem, Plut. Aristid. 22 Anton. 63.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
port, mouillage.
Étymologie: ναῦς, σταθμός.
Greek Monolingual
ο (Α ναύσταθμος ὁ και ναύσταθμον, τὸ)
σταθμός πλοίων, τόπος όπου σταθμεύουν πλοία
νεοελλ.
(ειδικά) θαλάσσιος χώρος μέσα στον οποίο ελλιμενίζονται, επισκευάζονται και εφοδιάζονται πολεμικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + σταθμός.
Greek Monotonic
ναύσταθμος: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ναύσταθμος: ὁ Polyb., Plut. = ναύσταθμον.