ἐρίκλαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(1ab)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἐρίκλαυστος
|Medium diacritics=ἐρίκλαυστος
|Low diacritics=ερίκλαυστος
|Capitals=ΕΡΙΚΛΑΥΣΤΟΣ
|Transliteration A=eríklaustos
|Transliteration B=eriklaustos
|Transliteration C=eriklafstos
|Beta Code=e)ri/klaustos
|Definition=v. [[ἐρίκλαυτος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1029.png Seite 1029]] 1l sehr beweint, thränenreich, [[πόλεμος]] Opp. Hal. 2, 668, auch [[ἐρίκλαυτος]] geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1029.png Seite 1029]] 1l sehr beweint, thränenreich, [[πόλεμος]] Opp. Hal. 2, 668, auch [[ἐρίκλαυτος]] geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).

Revision as of 10:51, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίκλαυστος Medium diacritics: ἐρίκλαυστος Low diacritics: ερίκλαυστος Capitals: ΕΡΙΚΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: eríklaustos Transliteration B: eriklaustos Transliteration C: eriklafstos Beta Code: e)ri/klaustos

English (LSJ)

v. ἐρίκλαυτος.

German (Pape)

[Seite 1029] 1l sehr beweint, thränenreich, πόλεμος Opp. Hal. 2, 668, auch ἐρίκλαυτος geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίκλαυστος: καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. πολύκλαυστος, πολυθρήνητος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 668.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pleuré avec beaucoup de larmes.
Étymologie: ἐρι-, κλαίω.

Greek Monolingual

ἐρίκλαυστος, -ον και ἐρίκλαυτος, -ον (Α)
1. αυτός που κλαίει πολύ
2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητοςἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)].

Greek Monotonic

ἐρίκλαυστος: και -κλαυτος, -ον, αυτός που κλαίει πολύ, βροντερός, σε Ανθ.

Middle Liddell

much-weeping, Anth.